πολυθρύλητα

πολυθρύλητα
πολυθρύλητος
much-spoken-of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυθρύλητος — η, ο / πολυθρύλητος και πολυθρύλλητος, ον, ΝΜΑ αυτός, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι, ονομαστός («καὶ εἶμι πάλιν ἐπ ἐκεῖνα τὰ πολυθρύλητα», Πλάτ.). επίρρ... πολυθρυλήτως ΝΑ και πολυθρύλητα Ν με πολυθρύλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + …   Dictionary of Greek

  • Μπίτι, Γουόρεν — (Warren Beatty, Ρίτσμοντ 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του στον κινηματογράφο θεωρείται ανακάλυψη του Ελίας Καζάν. Αυτοδίδακτος, πέρασε σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”